στρατοκράτης

στρατοκράτης
ο
αυτός που διέπεται από μιλιταριστικό πνεύμα: Η πολιτική ζωή της χώρας αυτής ελέγχεται από τους στρατοκράτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατοκράτης — ο, Ν αυτός που κυβερνά με τη βοήθεια τού στρατού ή αυτός που υποστηρίζει την ανάμιξη τού στρατού στην πολιτική ζωή μιας χώρας, μιλιταριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + κράτης (< κράτος), πρβλ. τρομο κράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • μιλιταριστής — ο, θηλ. μιλιταρίστρια οπαδός τού μιλιταρισμού, στρατοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. militariste (βλ. μιλιταρισμός)] …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”